- παροψίδιον
- παροψ-ίδιον, τό, Dim. of sq., PGiss.77.13 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παροψίδιον — και παραψίδιον, τὸ, Α [παροψίς] μικρή παροψίς*. πιατελίτσα … Dictionary of Greek
παραψίδιον — το, βλ. παροψίδιον … Dictionary of Greek